- πισσήρης
- -ῆρες, Α(ποιητ. τ.)1. πισσήεις*2. πισσοκώνητος*3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πισσήρης(ενν. κηρωτή) έμπλαστρο με πίσσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ήρης* (Ι) (< ἀραρίσκω «συνδέω») με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ξιφ-ήρης)].
Dictionary of Greek. 2013.